- τελατίνι
- τοάκλ. (λ. τουρκ.)1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.2. φρ., «Τον έκανε τελατίνι», τον ζάλισε με φλυαρίες ή τον έδειρε πολύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελατίνι — το, Ν 1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού 2. φρ. «τόν έκανε τελατίνι» μτφ. i) τόν έδειρε πολύ άσχημα ii) τόν έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin] … Dictionary of Greek
Царухи — эвзона Царухи (греч … Википедия
teletin — TELETÍN, teletinuri, s.n. (reg.) Piele (de bou sau de cal) tăbăcită cu materii vegetale. – Din scr. teletin. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 TELETÍN s. v. iuft. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime teletín s. n … Dicționar Român